τυραννίζοντες

τυραννίζοντες
τυραννίζω
take the part of tyrants
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυραννίζω — ΜΑ [τύραννος] 1. τυραννώ, καταπιέζω, δυναστεύω 2. τηρώ ευμενή στάση προς τον τύραννο ή τους τυράννους («εἴποιεν οἱ τυραννίζοντες οὗτοι...», Δημοσθ.) 3. παθ. τυραννίζομαι είμαι υπό την τυραννία κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”